Publications

'ΠΡΟΕΔΡΙΚΗ ΥΠΕΚΦΥΓΗ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗΣ ΣΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ' του Δρ. Χρίστου Κληρίδη

By: DR. CHRISTOS CLERIDES Mar. 03, 2011

Στις 11 Φεβρουαρίου 1959 οι Πρωθυπουργοί Ελλάδος και Τουρκίας έθεσαν την μονογραφή τους σε έγγραφο απαρτιζόμενο από 27 παραγράφους το οποίο συμπεριλάμβανε την βασική αρχιτεκτονική της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Σύμφωνα με την παράγραφο 8 , ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος από κοινού και κεχωρισμένα έχουν το δικαίωμα οριστικού βέτο σε οποιονδήποτε Νόμο και Απόφαση που αφορά τις εξωτερικές υποθέσεις , εκτός της συμμετοχής  της Κυπριακής Δημοκρατίας σε Διεθνείς Οργανισμούς και Συνθήκες Συμμαχίας όπου η Ελλάδα και η Τουρκία συμμετέχουν.

Ως γνωστό έχει τεθεί πρόσφατα το ερώτημα κατά πόσον ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας κατ’ επίκληση του Άρθρου 50 του Συντάγματος στο οποίο ενσωματώθηκε η πιο πάνω βασική Ζυριχική πρόνοια έχει δικαίωμα οριστικής αρνησικυρίας στην απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων για ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας  στον Συνεταιρισμό για την Ειρήνη, όπου συμμετέχουν Ελλάδα και Τουρκία «pacts of alliance in which the kingdom of Greece and the Republic of Turkey both participate».

Ο Συνεταιρισμός για την Ειρήνη είναι πρόγραμμα του ΝΑΤΟ στο οποίο είναι γνωστό ότι συμμετέχουν και Ελλάδα και Τουρκία. Εάν η απόφαση της  Βουλής των Αντιπροσώπων ήταν για υποβολή αίτησης ένταξης στο ΝΑΤΟ τότε σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να επιχειρηματολογήσει ο Πρόεδρος ότι ο ίδιος μπορούσε να ασκήσει δικαίωμα οριστικής αρνησικυρίας.

Τίθεται το ερώτημα κατά πόσον η συγκεκριμένη απόφαση της Βουλής αφορά την συμμετοχή της Δημοκρατίας σε Διεθνή Οργανισμό ή Συνθήκας Συμμαχίας δηλαδή τον Συνεταιρισμό για την Ειρήνη.

Να υπενθυμίσουμε ότι το δικαίωμα αρνησικυρίας δόθηκε ουσιαστικά έχοντας κατά νουν ότι ο Πρόεδρος είναι Ελληνοκύπριος και ο Αντιπρόεδρος Τουρκοκύπριος  και περαιτέρω ότι οι αποφάσεις της Βουλής των Αντιπροσώπων θα ελαμβάνοντο μετά από απόφαση της πλειοψηφίας. Με λίγα λόγια το δικαίωμα αυτό δόθηκε κυρίως κατ’ επιμονή της Τουρκικής πλευράς η οποία ζητούσε και πέτυχε το βέτο σε θέματα εξωτερικών υποθέσεων , άμυνας και ασφάλειας. Δεν νομίζω να είχε υπόψη του ο τότε  συνταγματικός  νομοθέτης ή οι Πρωθυπουργοί της Ελλάδας και Τουρκίας όταν έβαζαν τα αρχικά τους , στις βασικές πρόνοιες της Συμφωνίας της Ζυρίχης ότι, Ελληνοκύπριος  Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας θα έβαζε βέτο σε απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων η οποία θεσπίστηκε με την πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων Βουλευτών.

Με λίγα λόγια ο Πρόεδρος Χριστόφιας άσκησε δικαίωμα το οποίο επικαλέστηκε και το οποίο βασικά είχε θεσπιστεί για προστασία της Τουρκοκυπριακής Κοινότητας. Ανεξάρτητα όμως, το θέμα αφορά συμμετοχή σε οργανισμό στην ευρύτερη έννοια του. Δηλαδή σε πρόγραμμα του ΝΑΤΟ το οποίο ναι μεν βασίζεται σε διμερείς συμφωνίες χωρών μ το ΝΑΤΟ αλλά συνολικά σαν πακέτο λειτουργεί ουσιαστικά σαν ένας ευρύτερος οργανισμός του ιδίου του ΝΑΤΟ στον οποίο συμμετέχουν Ελλάδα και Τουρκία. Ανεξάρτητα όμως, πιστεύω ότι πρόκειται για συνθήκη συμμαχίας μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και του ΝΑΤΟ  στο οποίο μετέχουν τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία ανεξάρτητα του ότι μετέχουν και άλλες χώρες. Ο στόχος ήταν στη συμμαχία, έστω και ευρύτερα να έχουν λόγο η Κύπρος και η Ελλάδα, όπως στο ΝΑΤΟ. Η εξαίρεση αφορούσε το ΝΑΤΟ και σχετικές συμμαχίες.

Εφ όσον ο Πρόεδρος επιμένει στην θέση του όφειλε κατά την άποψη μας , ο ίδιος να αναπέμψει την απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων , στην Βουλή προς επανεξέταση , κατά το Άρθρο 51 του Συντάγματος και εάν η Βουλή επέμενε , τότε ο Πρόεδρος ήταν υποχρεωμένος να δημοσιεύσει την απόφαση ή κατά το Άρθρο 140 του Συντάγματος να ζητήσει την γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά πόσον  η απόφαση βρίσκεται σε αντίθεση ή είναι ασύμφωνος  με το Άρθρο 50 του Συντάγματος. Εάν έπραττε τούτο , τότε σύμφωνα με το Άρθρο 52 δεν θα είχε μέχρι έκδοσης της  γνωμάτευσης  του Ανωτάτου Δικαστηρίου οποιαδήποτε υποχρέωση δημοσίευσης  .

Αντ’ αυτού ο Πρόεδρος επέλεξε αντί να θέσει το θέμα ενώπιον Ανωτάτου Δικαστηρίου να ασκήσει το δικαίωμα της οριστικής αρνησικυρίας , δικαίωμα το οποίο δόθηκε για διαφορετικούς  λόγους όπως εξήγησα, άρα ουσιαστικά καταχρηστικά και με απώτερο στόχο να αποκλείσει το δικαίωμα εξέτασης τούτου του θέματος από το Ανώτατο Δικαστήριο. Τούτο προκύπτει και από το γεγονός ότι προφανώς έλαβε νομική συμβουλή, όπως δημοσιεύτηκε, ότι η άσκηση του οριστικού δικαιώματος αρνησικυρίας  (final veto ) δεν υπόκειται στον έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου , άρα το θέμα παραμένει πλέον προς επίλυση σε πολιτικό επίπεδο.

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 139 του Συντάγματος, είναι αμφίβολο κατά πόσον το Ανώτατο Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να επιλύσει την διαφορά δυνάμει του Άρθρου αυτού. Το Άρθρο αυτό εφαρμόζεται όπου υπάρχει θέμα σύγκρουσης ή αμφισβήτησης εξουσίας ή αρμοδιότητας. Στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει θέμα σύγκρουσης εξουσίας και αρμοδιότητας ή πιθανόν ακόμη και αμφισβήτηση εξουσίας στον βαθμό που το Άρθρο 139 θα ερμηνευθεί ότι μια εξουσία διεκδικεί συγκεκριμένη αρμοδιότητα ή εξουσία την οποία άλλη επίσης διεκδικεί. Όμως η Βουλή δύναται ακόμη και αυτοτελώς να παραπέμψει το θέμα στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 149 (β) του Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο έχει αποκλειστική δικαιοδοσία ερμηνείας του Συντάγματος εν περιπτώσει ασάφειας , λαμβανομένου υπόψη και του κειμένου των Συμφωνιών Ζυρίχης ανωτέρω, «κατά το γράμμα και πνεύμα αυτών».

Στη μονογραφή του «Constitutional Jurisdiction in the Republic of Cyprus» ο Δρ. Blumel Ιανουάριος 1963 ο οποίος υπηρέτησε σαν βοηθός του τότε Προέδρου του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην σελίδα 4 αναφέρει «το Δικαστήριο δύναται δυνάμει του ΄Αρθρου 149 (β), να εκδώσει αυθεντική ερμηνεία των αρμοδιοτήτων όπως καθορίζονται στο Σύνταγμα». ‘Αρα δεν αποκλείεται  η προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο με στόχο την αυθεντική ερμηνεία του Άρθρου 50 το Συντάγματος. Υπάρχει επίσης και Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο θέμα αυτό. Είναι πραγματικά λυπηρό γιατί ο Πρόεδρος καταχρηστικά επικαλείται το Άρθρο 50 του Συντάγματος και παράλληλα αρνείται να παραπέμψει ο ίδιος ως όφειλε το θέμα στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο δυσκολεύοντας έτσι την διαδικασία.

Νομίζω δεν το έκανε τυχαία όπως καταδεικνύεται  εξάλλου και από την εμμονή του. Θα ανέμενε κανείς εφ όσων επιμένει στην αντισυνταγματικότητα των ενεργειών της Βουλής ότι ο ίδιος θα παρέπεμπε το θέμα στο Ανώτατο Δικαστήριο για να αποφασίσει τελεσίδικα ένα τόσο σοβαρό θέμα.

Δρ. Χρίστος Κληρίδης
Αριστίνδην υποψήφιος βουλευτής ΔΗΣΥ Λευκωσίας
3.3.2011